εκκενωτικός

εκκενωτικός
η , ό[ν]
1) освобождающий, очищающий; 2) опорожняющий; выкачивающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εκκενωτικός" в других словарях:

  • εκκενωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εκκένωση ή τήν πραγματοποιεί («εκκενωτικά όργανα») …   Dictionary of Greek

  • εκκενωτικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκένωση, που κάνει την εκκένωση: Εκκενωτικά φάρμακα (τα καθαρτικά) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευκοίλιος — α, ο (ΑΜ εὐκοίλιος, ον) αυτός που διευκολύνει την κένωση τής κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»